
Ποιοι μαθαίνουν καλύτερα και με μεγαλύτερη ευκολία μια ξένη γλώσσα; Τα παιδιά ή οι ενήλικες; Ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε ηλικίας και πότε θα πρέπει κάποιος να αρχίζει την εκμάθηση της.
Πολλοί πιστεύουν ότι τα μικρά παιδιά μαθαίνουν πιο αποτελεσματικά και συχνά αναφέρουν ως παράδειγμα την εμπειρία παιδιών που μετακομίζουν σε μια ξένη χώρα τα οποία μαθαίνουν τη γλώσσα της με ευκολία και πολύ πιο γρήγορα απ’ τους γονείς τους που δυσκολεύονται. Οι Νεύρο-Γλωσσολόγοι εξηγούν αυτό το φαινόμενο θεωρώντας ότι οι εγκέφαλος είναι περισσότερο εύπλαστος σε ότι αφορά την μάθηση μιας ξένης γλώσσας μέχρι την εφηβεία. Ενώ αυτή η θεωρία έχει αμφισβητηθεί από κάποιους, οι περισσότεροι ειδικοί σήμερα συμφωνούν ότι τα παιδιά που μαθαίνουν μέσα σε ένα μαθησιακά και μεθοδολογικά σωστό περιβάλλον όπου τους δίνεται η δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τη γλώσσα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και να επικοινωνήσουν απ’ ευθείας σε αυτή χωρίς να μεταφράζουν, την μαθαίνουν με τρόπο φυσικό όπως τη μητρική τους και έχουν συνήθως πολύ καλή προφορά.

Απ’ την άλλη οι ενήλικες μπορούν να καταλάβουν με μεγαλύτερη ευκολία αφηρημένες έννοιες όπως γραμματικούς κανόνες ή σημασίες λέξεων και έχουν αναπτύξει δεξιότητες όπως την αναλυτική και συνθετική ικανότητα και άρα μπορούν να επικοινωνήσουν βασιζόμενοι σε κανόνες, κάτι το οποίο είναι δύσκολο για τα παιδιά. Τέλος έχοντας τις πιο πολλές φορές ισχυρό κίνητρο μπορούν να μάθουν αποτελεσματικά, όχι όμως με το φυσικό τρόπο και την ευχέρεια χειρισμού ενός παιδιού.
Συνοψίζοντας η κάθε ηλικία έχει τα δικά της πλεονεκτήματα που πηγάζουν απ’ το διαφορετικό τρόπο που τα παιδιά και οι ενήλικες προσλαμβάνουν και επεξεργάζονται τις πληροφορίες. Ένα σύγχρονο Κέντρο Ξένων Γλωσσών θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του αυτή τη διαφορετικότητα και να προσαρμόζει το περιβάλλον, τη μέθοδο και το μάθημα στις ιδιαίτερες ανάγκες της καθεμίας.